- λαμβανομένων
- λαμβάνωapres part mp fem gen plλαμβάνωapres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
παρακέντηση — (Ιατρ.). Επέμβαση προς αφαίρεση υγρού από φυσική κοιλότητα του οργανισμού. Η ύπαρξη του υγρού μέσα σε μια κοιλότητα μπορεί να οφείλεται σε παθολογική διεργασία, όπως είναι τα τραύματα, οι φλεγμονές, οι νεοπλασίες κ.ά. Η π. εκτελείται συνήθως στην … Dictionary of Greek
προγραμματισμός — Διατύπωση και εφαρμογή ενός προγράμματος ή σχεδίου εργασίας στα διάφορα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας· στην οικονομία, ένα σύνολο μέτρων, που αποβλέπουν στο να πλαισιώσουν την οικονομική εξέλιξη μιας χώρας μέσα σε ένα πρόγραμμα. Eκτός του… … Dictionary of Greek
ριζικός — ή, ό / ῥιζικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥίζα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρίζα νεοελλ. 1. μτφ. θεμελιώδης, βασικός («ριζική διαφωνία») 2. μτφ. πλήρης («ριζική θεραπεία») 2. φρ. α. «ριζικά τριχίδια» βοτ. τριχίδια που εκφύονται από τη ρίζα με μετατροπή… … Dictionary of Greek
σύνολο — Στα μαθηματικά, με τον όρο αυτό εννοούμε «κάθε συλλογή από αντικείμενα καθορισμένα και τελείως διακεκριμένα μεταξύ τους, που τη θεωρούμε ως ένα όλο». Η διατύπωση αυτή οφείλεται στο δημιουργό της θεωρίας των σ. Γκέοργκ Κάντορ (1845 1918). Ο όρος… … Dictionary of Greek
τηλετυπία — η, Ν τηλεπ. σύστημα ασύγχρονης τηλεγραφίας μέσω εκτυπωτικής τηλεγραφικής συσκευής, η οποία περιλαμβάνει, κυρίως, αλφαριθμητικό πληκτρολόγιο, πομπό ηλεκτρικών σημάτων διεγειρόμενων από τα πλήκτρα τού πληκτρολογίου, αποκωδικοποιητή τών λαμβανόμενων … Dictionary of Greek
φαλαινοδεξαμενόπλοιο — το, Ν (αλιευτ.) πλοίο που συνοδεύει τα μικρότερα φαλαινοθηρικά πλοία, για τα οποία χρησιμεύει ως βάση, και το οποίο είναι εφοδιασμένο με μηχανήματα για την επεξεργασία τού κρέατος και τού λίπους τής φάλαινας και με δεξαμενές για την αποθήκευση… … Dictionary of Greek
Μέμπιους, Άουγκουστ Φέρντιναντ — (August Ferdinand Mοbius, Σούλπφορντ, Σαξονία 1790 – Λιψία 1868). Γερμανός μαθηματικός και αστρονόμος. Το 1815 ξεκίνησε να διδάσκει αστρονομία στη Λιψία και από το 1844 υπήρξε διευθυντής του αστεροσκοπείου της ίδιας πόλης. Στο έργο Βαρυκεντρικός… … Dictionary of Greek
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek
σουλφοξείδια — Οργανικές ενώσεις του θείου τις οποίες ανακάλυψε ο Ρώσος χημικός Αλεξάντρ Μιχαήλοβιτς Σάυτζεφ το 1866 με οξείδωση των οργανικών θειοπαράγωγων. Είναι άχροες κρυσταλλικές ουσίες, ευδιάλυτες στην αλκοόλη, στον αιθέρα και λίγο διαλυτές στο νερό,… … Dictionary of Greek